- κούκι
- κοῡκι, -εως, τὸ (Α)το φυτό υφαντική η θηβαϊκή, ο κοκοφοίνικας, κόιξ*.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. πιθ. αιγυπτ. προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κουκί — το 1. το όσπριο κουκί. 2. σπυρί: Το μερμήγκι κουβαλάει ένα κουκί στάρι. 3. η παροιμία «Kαλημέρα, Γιάννη, κουκιά σπέρνω», για εκείνους που απαντούν άλλα αντ άλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουκί — και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν) 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι νεοελλ. 1. (σκωπτικά) στον πληθ. τα κουκιά οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι 2. φρ. «κουκιά μετρημένα» λέγεται για πράγματα που μπορούν να… … Dictionary of Greek
κουκίζω — [κουκί] 1. σπέρνω 2. πασπαλίζω … Dictionary of Greek
κούκινος — (I) κούκινος, ίνη, ον (Α) [κούκι] 1. παρασκευασμένος από ίνες τού δέντρου κούκι 2. αυτός που αναφέρεται στο δέντρο κούκι, στον κοκοφοίνικα. (II) η, ο [κουκί] κατασκευασμένος από κουκιά … Dictionary of Greek
COIX — Graece κόιξ, item ἄιρων; unde Latin. oero, de qua voce diximus, sporta vel fiscina est, quâ aliquid tollitur, et fertur: Infima Graecia προφορά ρια vocavit. Hesychius interpretatur πλέγματα, τὰ πεῶλεγμένα ἐκ φύλλων δένδρου σκεὐη, φορμοὺς, unde et … Hofmann J. Lexicon universale
κουκιοφόρος — κουκιοφόρος, ον (Α) φρ. «κουκιοφόρον δένδρον» το δέντρο κούκι, ο κοκοφοίνικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦκι + συνδ. φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κεραιο φόρος, κυλικο φόρος] … Dictionary of Greek
χλωροκούκι — το, Ν χλωρό κουκί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + κουκί] … Dictionary of Greek
βίκος — Μονοετής ή διετής χνουδωτή πόα της οικογένειας των ψυχανθών, με βλαστό έρποντα ή αναρριχώμενο που φτάνει σε μήκος το 1 μ. Έχει φύλλα σύνθετα, από 5 έως 7 ζεύγη, και ελλειψοειδή ή προμήκη φυλλάρια· μετά το τελευταίο ζεύγος φυλλαρίων καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
θερμοκύαμος — θερμοκύαμος, ἡ (Α) είδος οσπρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρμος «λούπινο» + κύαμος «κουκί»] … Dictionary of Greek
κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… … Dictionary of Greek